direct speech
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]
|
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]direct speech (en) (μη μετρήσιμο)
- (γραμματική) ο ευθύς λόγος, ο λόγος μέσω του οποίου μεταδίδονται τα λόγια ενός προσώπου άμεσα, δηλαδή έτσι ακριβώς όπως τα είπε [2]
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- direct speech στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 495-497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λέ(γ)ω
- ↑ Ευθύς και Πλάγιος Λόγος