disallow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
disallow < dis- + allow

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɪsəˈlaʊ/
 
ενεστώτας disallow
γ΄ ενικό ενεστώτα disallows
αόριστος disallowed
παθητική μετοχή disallowed
ενεργητική μετοχή disallowing

disallow (en)

  1. δεν επιτρέπω, απαγορεύω
     συνώνυμα: forbid
  2. ακυρώνω, απορρίπτω (πχ ένα γκολ)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]