disallow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | disallow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disallows |
αόριστος | disallowed |
παθητική μετοχή | disallowed |
ενεργητική μετοχή | disallowing |
disallow (en)