discernement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /di.sɛʁ.nə.mɑ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
discernement | discernements |
discernement (fr) αρσενικό
- η ευθυκρισία, η διάκριση