disciplinary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]disciplinary (en)
- πειθαρχικός, σχετικός με την πειθαρχία
- ↪ a student’s apology to the disciplinary board - απολογία φοιτητή στο πειθαρχικό συμβούλιο
- (επίσημο) ακαδημαϊκός, σχετικός με έναν ακαδημαϊκό κλάδο
- ↪ The discussion is entirely disciplinary.
- Η συζήτηση είναι καθαρώς ακαδημαϊκή.
- ↪ The discussion is entirely disciplinary.