discothèque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /dis.kɔ.tɛk/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
discothèque | discothèques |
discothèque (fr) θηλυκό
- συλλογή δίσκων
- έπιπλο όπου τακτοποιούμε δίσκους
- οργανισμός που δανείζει δίσκους
- χώρος ψυχαγωγίας, ντίσκο, ντισκοτέκ
- ≈ συνώνυμα: boîte, boîte de nuit, club, night-club