discriminant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

από το λατινικό discriminare < discrimen, αρχή διαχωρισμού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

discriminant (fr)

Επίθετο

[επεξεργασία]

discriminant (fr) αρσενικό, discriminante θηλυκό

  • που διαχωρίζει, ξεχωρίζει

Συγγενικά

[επεξεργασία]