discriminant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]από το λατινικό discriminare < discrimen, αρχή διαχωρισμού
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]discriminant (fr)
- (μαθηματικά) η διακρίνουσα
Επίθετο
[επεξεργασία]discriminant (fr) αρσενικό, discriminante θηλυκό
- που διαχωρίζει, ξεχωρίζει