discutante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dis.ky.tɑ̃t/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
discutante discutantes

discutante (fr) θηλυκό