disguise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɪsˈɡaɪz/ & /dɪzˈɡaɪz/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

disguise (en)

  1. μεταμφίεση
  2. μασκάρεμα
  3. παραλλαγή, καμουφλάζ
     συνώνυμα: camouflage

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

disguise (en)

  1. μεταμφιέζω, μεταμφιέζομαι
  2. κρύβω, υποκρύπτω κάτι (π.χ. ένα σημάδι, ένα συναίσθημα, μία πράξη) για να μη μπορεί να αναγνωριστεί
    He tried to disguise his feelings. - Επιχείρησε να κρύψει τα συναισθήματά του.
  3. καμουφλάρω
     συνώνυμα: camouflage

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]