disoccupato

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
disoccupato < dis- + occupato

Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό disoccupato disoccupati
θηλυκό disoccupata disoccupate

disoccupato (it)

  1. άνεργος
  2. κενός
 συνώνυμα: : inoccupato (1,2), senza lavoro (1), vuoto (2)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
disoccupato disoccupati

disoccupato (it) αρσενικό : θηλυκό disoccupata

  1. αυτός που δεν λειτουργεί για λόγους πέρα από τον έλεγχό του
 συνώνυμα: : senza lavoro, inoccupato

Αντώνυμα

[επεξεργασία]