disorderly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | disorderly |
συγκριτικός | more disorderly |
υπερθετικός | most disorderly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]disorderly (en)
- ακατάστατος
- ↪ a disorderly room - ακατάστατο δωμάτιο