disorganization

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
disorganization < dis- + organization

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

disorganization (en) (αμερικανική γραφή, μη μετρήσιμο)

  • η ανοργανωσιά, η ακαταστασία, η αταξία
    The disorganization of the service was the main cause of its poor functioning.
    H ανοργανωσιά της υπηρεσίας ήταν η κύρια αιτία της κακής λειτουργίας της.
    The room was in such disorganization that she was ashamed to ask in.
    Το δωμάτιο ήταν σε τέτοια ακαταστασία που ντρεπόταν να του πει να περάσει μέσα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disorder

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]