dispatch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dispatch dispatches

dispatch (en)

ενεστώτας dispatch
γ΄ ενικό ενεστώτα dispatches
αόριστος dispatched
παθητική μετοχή dispatched
ενεργητική μετοχή dispatching

dispatch (en)

  1. αποστέλλω
    • αναθέτω αποστολή σε κάποιον, στέλνω κάποιον σε αποστολή
  2. αναφορά, αναφέρω σε ασύρματο ή απλά λεω ειδήσεις