dispel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]dispel < (κληρονομημένο) μέση αγγλική dispellen < λατινική dispellere[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | dispel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dispels |
αόριστος | dispelled |
παθητική μετοχή | dispelled |
ενεργητική μετοχή | dispelling |
dispel (en) (μεταβατικό)
- διασκορπίζω, διαλύω
- ↪ The sun's rays dispelled the clouds
- Οι ακτίνες του ηλίου διέλυσαν τα σύννεφα.
- ↪ The sun's rays dispelled the clouds
- απομακρύνω, διώχνω, βγάζω (φόβο, υποψία)
- ↪ Her fears of having been cheated on were dispelled when he proposed to her.
- Οι φόβοι της πως είχε απατηθεί απομακρύνθηκαν όταν της έκανε πρόταση γάμου.
- ↪ I dispel someone’s doubts.
- Βγάζω κάποιον από την αμφιβολία.
- ↪ Her fears of having been cheated on were dispelled when he proposed to her.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dispel | dispels |
dispel (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- dispel - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Λέξεις με πρόθημα dis- (αγγλικά)