displace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας displace
γ΄ ενικό ενεστώτα displaces
αόριστος displaced
παθητική μετοχή displaced
ενεργητική μετοχή displacing

displace (en) (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή)

  1. εκτοπίζω, παίρνω τη θέση από κάποιον ή κάτι
    John displaced Paul in Mary’s heart.
    Ο Γιάννης εκτόπισε τον Παύλο από την καρδιά της Μαίρης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη replace
  2. εκτοπίζω, αναγκάζω τους ανθρώπους να φύγουν από το σπίτι τους σε άλλο μέρος
    The war displaced millions of people.
    Ο πόλεμος ανάγκασε εκατομμύρια ανθρώπους να εκτοπιστούν.
  3. εκτοπίζω, αντικαθιστώ μια ποσότητα υγρού όταν μπαίνει ή επιπλέει σε αυτήν
    How much water does a ship displace?
    Πόσο νερό εκτοπίζει ένα πλοίο;