dissociabilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dissociabilité | dissociabilités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dissociabilité (fr) θηλυκό
- η δυνατότητα για κάτι να διαχωριστεί
ενικός | πληθυντικός |
dissociabilité | dissociabilités |
dissociabilité (fr) θηλυκό