distillation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
distillation distillations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

distillation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]