distributeur d'allumage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- distributeur d'allumage → δείτε τις λέξεις distributeur και allumage
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]distributeur d'allumage (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) το ντιστριμπιτέρ