distribution

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌdɪstɹəˈbjuːʃən/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

distribution (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κατανομή, η μοιρασιά, ο τρόπος με τον οποίο κάτι διαδίδεται ή υπάρχει σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή μεταξύ μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων
    Social welfare depends as much on the size of the national income as on its method of distribution.
    Η κοινωνική ευημερία εξαρτάται τόσο από το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος όσο και από τον τρόπο κατανομής του.
    The distribution of the world’s wealth is unfair.
    Η κατανομή του παγκόσμιου πλούτου είναι άνιση.
    There must be uniform distribution of weight inside the vehicle.
    Πρέπει να γίνεται ομοιόμορφη κατανομή του βάρους μέσα στο όχημα.
    The population distribution in cities and villages will be studied.
    Θα μελετηθεί η κατανομή του πληθυσμού στις πόλεις και στα χωριά.
    They fought over the distribution of the stolen goods.
    Καβγάδισαν στην μοιρασιά των κλοπιμαίων.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η ενέργεια του να διανέμω ή του να μοιράζω
    distribution of tents to the earthquake victims - διανομή σκηνών στους σεισμοπαθείς
    distribution of the daily press - διανομή του ημερήσιου τύπου
    distribution of profits to shareholders - κατανομή των κερδών στους μετόχους
    distribution of notices - μοίρασμα προκηρύξεων
  3. (μη μετρήσιμο) η διανομή, το σύστημα μεταφοράς και παράδοσης ενός προϊόντος
    a distribution network - δίκτυο διανομής
  4. (λογιστική) η διάθεση (εμπορευμάτων, προϊόντων)
    distribution expenses - έξοδα διάθεσης
  5. (λογισμικό) διανομή συλλογής εφαρμογών (λογισμικού), η διαδικασία της διανομής
    συντομογραφία: (συλλογής εφαρμογών) distro
    ※  Pick the right version accordingly to your Windows distribution.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

distribution (fr) θηλυκό