ditch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ditch | ditches |
ditch (en)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- irrigation ditch: αρδευτικό αυλάκι
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | ditch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ditches |
αόριστος | ditched |
παθητική μετοχή | ditched |
ενεργητική μετοχή | ditching |
ditch (en)
- (μεταβατικό) πετάω κάτι ως άχρηστο
- σκάβω, φτιάχνω αυλάκι
- προσθαλασσώνω αναγκαστικά* (όχι υπό φυσιολογικές συνθήκες)
- παρατάω, εγκαταλείπω
- (μεταβατικό και αμετάβατο) το σκάω από κάτι
- ↪ I am ditching school.
- Το σκάω από το σχολείο.
- → δείτε την έκφραση play truant
- ↪ I am ditching school.