divergent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /di.vɛʁ.ʒɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
divergent divergents

divergent (fr) αρσενικό