dividend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
dividend dividends

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dividend (en)

  1. (οικονομία) μέρισμα
    dividend yield - μερισματική απόδοση
    υπώνυμα: stock dividend
  2. (αριθμητική) διαιρετέος