diviseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
diviseur diviseurs

diviseur (fr) αρσενικό

  1. (μαθηματικά) ο διαιρέτης
    → δείτε τις λέξεις division, dividende, quotient και reste

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
diviseur diviseurs

diviseur (fr) αρσενικό

  1. διαιρετικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη diviser