divulge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]divulge (en)
- κοινοποιώ, γνωστοποιώ, δημοσιοποιώ, αποκαλύπτω, φανερώνω δεδομένα και πληροφορίες
divulge (en)