doğru

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

doğru (tr)

  1. σωστός (όχι λανθασμένος)
  2. σωστός (δίκαιος)
  3. ίσιος (σε ευθεία γραμμή)