domingu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: domingo

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
domingu < λατινική dominīcus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

domingu αρσενικό (πληθυντικός domingos)