doni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
doni < don- + -i
ρήμα doni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας donas donanta donata
αόριστος donis doninta donita
μέλλοντας donos dononta donota
υποθετική donus - -
προστακτική donu - -

doni (eo)