donmak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

donmak (tr)

  1. παγώνω, γίνομαι πάγος
  2. ξεπαγιάζω
    dondum: ξεπάγιασα