dorer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

dorer (fr)

  1. χρυσώνω
  2. ξεροψήνω
    il a été doré au soleil - ξεροψήθηκε στον ήλιο