dormition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dormition | dormitions |
dormition (fr) θηλυκό
- κοίμηση (Θεοτόκου)
ενικός | πληθυντικός |
dormition | dormitions |
dormition (fr) θηλυκό