douceâtre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
douceâtre < doux + -âtre

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
douceâtre douceâtres

douceâtre (fr) και douçâtre αρσενικό ή θηλυκό