downright

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
downright < down- + right

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈdaʊnrʌɪt/

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός downright
συγκριτικός more downright
υπερθετικός most downright

downright (en)

  • καθαρός, σκέτος, χρησιμοποιείται ως τρόπος να τονίσει κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο
    It is a downright lie.
    Είναι καθαρό ψέμα.
    It’s downright nonsense.
    Είναι σκέτη ανοησία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη total

Επίρρημα

[επεξεργασία]

downright (en) (χωρίς παραθετικά)

  • απολύτως, κατηγορηματικά, χρησιμοποιείται ως τρόπος να τονίσει κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο
    He was downright rude.
    Ήταν απολύτως αγενής.
    She downright refused.
    Αρνήθηκε κατηγορηματικά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely