doxologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
doxologie | doxologies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]doxologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
doxologie | doxologies |
doxologie (fr) θηλυκό