doxologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
doxologie doxologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doxologie (fr) θηλυκό