dramma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dramma < αρχαία ελληνική δράμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dramma | drammi |
dramma (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dramma | drammi |
dramma (it)