dress rehearsal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
dress rehearsal dress rehearsals

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dress rehearsal < → δείτε τις λέξεις dress και rehearsal

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

dress rehearsal (en)

  • η γενική δοκιμή, η τελευταία δοκιμή πριν από την πρεμιέρα και μεταφορικά πριν από ένα εγχείρημα
    Dress rehearsal takes place with all the sets and costumes.
    H γενική δοκιμή γίνεται με όλα τα σκηνικά και τα κοστούμια.
    They were preceded by local clashes which formed the dress rehearsal for the great war.
    Προηγήθηκαν τοπικές συγκρούσεις που αποτέλεσαν τη γενική δοκιμή για το μεγάλο πόλεμο.