droper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

droper (fr)

droper (fr)

  1. (γκολφ) ξαναβάζω στο παιχνίδι μια μπάλα που δεν μπορούσε να παιχτεί αφήνοντάς την να πέσει στο έδαφος εκτείνοντας το χέρι
  2. ρίχνω κάτι με αλεξίπτωτο
  3. (σπάνιο) εγκαταλείπω κάποιον

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]