drought

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: draught
      ενικός         πληθυντικός  
drought droughts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drought (en)