duct

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
duct ducts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

duct (en)

  • ο αγωγός, ένας σωλήνας που μεταφέρει υγρό, αέριο, ηλεκτρικό ή καλώδια τηλεφώνου κτλ.
    an exhaust duct - αγωγός αναθυμιάσεων
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pipe

Παράγωγα

[επεξεργασία]