due to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]due to (en)
- λόγω, από, εξαιτίας, επειδή, διότι, γιατί, παρωχημένο: ένεκα
- ↪ Due to the heavy traffic, I can’t come.
- Λόγω της πυκνής τροχαίας κίνησης, δεν μπορώ να έρθω.
- ↪ Due to the seismic tremors, volumes of earth broke off from the slopes of the hill.
- Από τις σεισμικές δονήσεις αποσπάστηκαν όγκοι χωμάτων από τα πρανή του λόφου.
- ≈ συνώνυμα: because of
- ↪ Due to the heavy traffic, I can’t come.