duke

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
duke dukes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

duke (en)

  1. ο δούκας
  2. (αργκό) η γροθιά (το σφιγμένο χέρι, συνήθως στον πληθυντικό)
     συνώνυμα: fist

Συγγενικά

[επεξεργασία]