duonpanjo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
duonpanjo < duon- + panjo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

duonpanjo (eo)

  • στοργικό υποκοριστικό για τη λέξη «μητριά»

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]