duplication

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
duplication duplications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

duplication (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]