durabil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

durabil (ro)

  1. διαρκής, που μπορεί να διαρκέσει για αρκετό χρονικό διάστημα
  2. (μεταφορικά) ανθεκτικός