dyed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός dyed
συγκριτικός more dyed
υπερθετικός most dyed

dyed (en)

  • βαμμένος
    I like your dyed hair!
    Μου αρέσουν τα βαμμένα σου μαλλιά!

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

dyed (en)