dysgraphie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
dysgraphie dysgraphies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dysgraphie (fr) θηλυκό