dzban

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dzban (pl) αρσενικό

  1. η κανάτα
  2. δοχείο παρόμοιο με την κανάτα χωρίς χερούλι

Συγγενικά

[επεξεργασία]