dziekan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dziekan (pl) αρσενικό

  1. ο κοσμήτορας
  2. τιμητικός ή διοικητικός τίτλος σε διάφορα σώματα (εκκλησία, βουλή κλπ)

Συγγενικά

[επεξεργασία]