dziennikarstwo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dziennikarstwo < dziennikar + -stwo < dziennik (εφημερίδα) < dzień (ημέρα)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dziennikarstwo (pl) ουδέτερο