e premte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
e premte < Pranda (όνομα θεάς, προστάτιδας των γυναικών) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *prāy-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ‿ˈprɛmtɛ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: e‐prem‐te

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

e premte (sq) θηλυκό