easily

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός easily
συγκριτικός easilier / more easily
υπερθετικός easiliest / most easily

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
easily < easy + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

easily (en)

  • εύκολα, χωρίς προβλήματα ή δυσκολίες
    The clay is worked easily.
    Ο πηλός δουλεύεται εύκολα.
    He learns/gets angry easily.
    Μαθαίνει/θυμώνει εύκολα.
     συνώνυμα:  comfortably και conveniently