eat up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας eat up
γ΄ ενικό ενεστώτα eats up
αόριστος ate up
παθητική μετοχή eaten up
ενεργητική μετοχή eating up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

eat up < → δείτε τις λέξεις eat και up

Ρήμα[επεξεργασία]

eat up (en)

  • τρώω, χρησιμοποιώ κάτι σε μεγάλες ποσότητες
    Nursing her parents eats up all her time.
    Η περίθαλψη των γονιών της της τρώει όλο το χρόνο.

Πηγές[επεξεργασία]